- ομοιομερής
- -ές (Α ὁμοιομερής, -ές)αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητααρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆα) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τουςβ) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.επίρρ...ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.